σιτέμπορος

σιτέμπορος
ο, Ν
ο έμπορος σιταριού και άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιτέμπορος — σιτέμπορος, ο και σιτέμπορας, ο έμπορος σίτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • πυροπώλης — ὁ, Α πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + πώλης* (< πωλῶ), πρβλ. προβατο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιταρέμπορος — και σταρέμπορος, ο, Ν ο σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + έμπορος (πρβλ. φρουτ έμπορος)] …   Dictionary of Greek

  • σιτοκάπηλος — ὁ, Α ο σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] …   Dictionary of Greek

  • σιτομεταβόλος — ὁ, Α σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μετάβολος «έμπορος, μεταπράτης»] …   Dictionary of Greek

  • σιτοπώλης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. σιτόπωλις ώλιδος, Α αυτός που πουλάει σιτάρι, σιτέμπορος αρχ. το θηλ. ως επίθ. φρ. «σιτόπωλις ἀγορά» αγορά όπου πωλείται σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • σιταράς — ο σιτέμπορος, έμπορος σιταριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”